νεύση

νεύση
η (ΑΜ νεῡσις) [νεύω]
νεοελλ.
βοτ. περιστροφική ή ελλειψοειδής κίνηση τών κορυφών τών βλαστών, τών ελίκων και άλλων οργάνων τών φυτών
νεοελλ.-μσν.
1. κλίση τής κεφαλής προς τα εμπρός και κάτω («ταῑς ἀνενδότοις νεύσεσι πρὸς τὸν θεὸν ἐκδημῶν», Μηναί.)
2. το αποτέλεσμα τού νεύω, νεύμα, γνέψιμο
μσν.
1. συγκατάθεση
2. έμπνευση, φώτιση
αρχ.
1. (για φυσικές δυνάμεις) κλίση, ροπή προς το κέντρο ή από το κέντρο
2. τάση προς τα κάτω, βαρύτητα
3. (γενικά) ροπή, κλίση
4. (στη νεοπλατωνική φιλοσοφία) (ιδίως για την ψυχή) η τάση προς την ύπαρξη
5. γεωμετρική μέθοδος για την επίλυση προβλημάτων που ανάγονται σε χάραξη ευθείας, που νεύει, δηλ. κατευθύνεται σε ένα σημείο
β. στον πληθ. Νεύσεις
τίτλος έργου τού μαθηματικού Απολλώνιου τού Περγαίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεύσῃ — νέω swim pres part act fem dat sg (epic ionic) νέω 1 swim pres part act fem dat sg (epic ionic) νέω 1 swim aor subj act 3rd sg νέω 1 swim fut ind mid 2nd sg νέω 2 spin pres part act fem dat sg (epic ionic) νέω 3 heap pres part act fem dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεύσηι — νεύσῃ , νέω swim pres part act fem dat sg (epic ionic) νεύσῃ , νέω 1 swim pres part act fem dat sg (epic ionic) νεύσῃ , νέω 1 swim aor subj act 3rd sg νεύσῃ , νέω 1 swim fut ind mid 2nd sg νεύσῃ , νέω 2 spin pres part act fem dat sg (epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακινδυνεύσῃ — διακινδυνεύω run all risks aor subj mid 2nd sg διακινδυνεύω run all risks aor subj act 3rd sg διακινδυνεύω run all risks fut ind mid 2nd sg διακινδῡνεύσῃ , διακινδυνεύω run all risks aor subj mid 2nd sg διακινδῡνεύσῃ , διακινδυνεύω run all… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινδυνεύσηι — κινδῡνεύσῃ , κινδυνεύω to be daring aor subj mid 2nd sg κινδῡνεύσῃ , κινδυνεύω to be daring aor subj act 3rd sg κινδῡνεύσῃ , κινδυνεύω to be daring fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινδυνεύσῃ — κινδῡνεύσῃ , κινδυνεύω to be daring aor subj mid 2nd sg κινδῡνεύσῃ , κινδυνεύω to be daring aor subj act 3rd sg κινδῡνεύσῃ , κινδυνεύω to be daring fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακινδυνεύσῃ — παρακινδυνεύσηι , παρακινδύνευσις desperate venture fem dat sg (epic) παρακινδυνεύω make a venture aor subj mid 2nd sg παρακινδυνεύω make a venture aor subj act 3rd sg παρακινδυνεύω make a venture fut ind mid 2nd sg παρακινδῡνεύσῃ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκινδυνεύσῃ — συγκινδυνεύω incur danger along with aor subj mid 2nd sg συγκινδυνεύω incur danger along with aor subj act 3rd sg συγκινδυνεύω incur danger along with fut ind mid 2nd sg συγκινδῡνεύσῃ , συγκινδυνεύω incur danger along with aor subj mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεύσιμον — νεύσιμον, τὸ (Μ) νεύμα, γνέψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νευσ τού νεύω (πρβλ. νεύση) + κατάλ. ιμο (πρβλ. λύσ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • νεύσις — (I) νεῡσις, ἡ (ΑΜ) βλ. νεύση. (II) νεῡσις, ἡ (Α) κολύμβηση, κολύμβημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νευσ τού νέω (Ι) «κολυμπώ»] …   Dictionary of Greek

  • νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”